Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

08 - 02 - 1981

Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος  
Η σημερινή μέρα, που συμπίπτει με τη συμπλήρωση 30 χρόνων από το απόγευμα της αποφράδας Κυριακής, όταν πλήρωσαν με τη ζωή τους νέα παιδιά την εγκληματική αμέλεια κάποιων ανεύθυνων, απαιτεί περισυλλογή. Η τραγωδία της θύρας 7 το απόγευμα της 8ης Φεβρουαρίου 1981 σόκαρε. Η κοινή γνώμη, αν και μόλις τρεις δεκαετίες πίσω, ήταν πολύ πιο αυθόρμητη. Πιο ντόμπρα. Τολμώ να πω πιο αθώα.
Η κρατική τηλεόραση μετέδωσε την είδηση και μετά διέκοψε το πρόγραμμά της, μεταδίδοντας, όπως και το ραδιόφωνο, κλασική μουσική. Μόνο κάποιες συνδέσεις με το «Τζάνειο Νοσοκομείο» για ενημέρωση. Με τις ειδήσεις να είναι όλο και πιο ζοφερές. Απλά. Χωρίς στόμφο. Χωρίς αναθέματα και κατάρες, ούτε όμως κι ανάλυση διεξοδική των πάντων στην άγρα τηλεθέασης! Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης έφτανε στον χώρο, αρνούμενος ευγενικά να μιλήσει μέχρι να έβλεπε τους τραυματίες. Εκανε μία ανθρώπινη δήλωση βγαίνοντας. Συγκινημένος πραγματικά, χωρίς δραματοποίηση. Η αντιπολίτευση δεν μπήκε στο τριπάκι της αντιπαράθεσης. Κι ας πλησίαζαν εκλογές σε λίγους μήνες. Μοιάζει σαν όλα αυτά να έγιναν κάποτε σε άλλη χώρα κι όχι εδώ. Σκέφτομαι και τρομάζω στην ιδέα να συνέβαινε κάτι τέτοιο τώρα. Να έπρεπε οι συγγενείς των θυμάτων να έχουν, εκτός του αβάσταχτου πόνου τους, να αντιμετωπίσουν τους ρεπόρτερ με τα μικρόφωνα στα χέρια και τους αναλυτές στα παράθυρα!

Εκείνο που ενοχλεί περισσότερο είναι πως ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες και δεν βγήκε ένα ενδελεχές πόρισμα για να εξηγηθεί η πιο μαύρη μέρα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το χειρότερο είναι πως οκτώ χρόνια πριν από τη ματωμένη Κυριακή στη θύρα 7, στο ίδιο γήπεδο, στην ίδια πόρτα είχαν ποδοπατηθεί άνδρες και παιδιά που έφευγαν από ένα φιλικό ματς του Ολυμπιακού με τον Αγιαξ. Πάλι Φλεβάρης ήταν, του 1973. Εκείνη τη μέρα δεν θρηνήσαμε θύματα από τύχη. Τα τουρνικέ είχαν μείνει στη θέση τους και κάποιος που υποτίθεται πως έπρεπε να τα βγάλει λίγο πριν από τη λήξη είχε φύγει! Κι όμως, το πάθημα δεν έγινε μάθημα.

Την ιστορία της θύρας 7 τη βίωσα νεαρός ρεπόρτερ. Επέστρεψα στην εφημερίδα που δούλευα, την «Απογευματινή», από άλλο ματς στο Περιστέρι, αλλά ο υπεύθυνος του τμήματος, ο αείμνηστος Χρήστος Ράπτης, μου είπε να τα παρατήσω όλα και να φύγω για το νοσοκομείο. Προσπάθησα να φτάσω κοντά στην πόρτα για να μάθω ό,τι μπορούσα και τη στιγμή που άνοιξε η κεντρική πύλη για να αναγνωστούν κάποια ονόματα τραυματιών, είδα δίπλα μου έναν πατέρα να λιποθυμά! Μόλις πέρασαν κάποιοι συγγενείς των θυμάτων μέσα, παρατήρησα τον ρεπόρτερ της κρατικής τηλεόρασης να ρωτά τον αστυνομικό αν ήταν εύκολο να μπει κάποιος δημοσιογράφος. Του απάντησαν καταφατικά, αλλά χωρίς την κάμερα. Το σεβάστηκε. Ημασταν περίπου δέκα δημοσιογράφοι απέξω και κανένας δεν διανοήθηκε να πιέσει για να βρει τρόπο να μπει μέσα. Απλά περιμέναμε μαζί με τους φωτογράφους, στωικά, χωρίς να ενοχλούμε. Ημασταν μουδιασμένοι από όλο το σκηνικό. Πολύ αργά πια, κοντά στα μεσάνυχτα, με τον κόσμο να έχει πυκνώσει έξω από το νοσοκομείο και τα νέα να διαρρέουν πως ο αριθμός των νεκρών μεγαλώνει, ο επικεφαλής της αστυνομίας ζήτησε όποιον είχε δημοσιογραφική ταυτότητα να την επιδείξει και να περάσει στον προαύλιο χώρο. Στον πρώτο όροφο είχε εκκενωθεί μία μικρή αίθουσα, όπου είχε στηθεί μία τηλεόραση και υπήρχαν τρία τηλέφωνα για να μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε. Υπήρχαν στιλό και χαρτιά, καθώς κι άφθονος καφές. Ενα μικρό κέντρο Τύπου! Μας ζητήθηκε να μην κυκλοφορούμε στον διάδρομο. Το τηρήσαμε. Σκέφτομαι και πάλι έντρομος τι θα συνέβαινε σήμερα! Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα είχαμε το πλήρες ρεπορτάζ. Τα ονόματα, τις ηλικίες, τις φωτογραφίες. Φύγαμε για τις εφημερίδες μας, οι οποίες έκαναν δεύτερη έκδοση. Ενιωθα το στομάχι μου κόμπο και τα πόδια μου δεν υπάκουαν στον εγκέφαλο. Αυτά που είδα δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Η χώρα ξενυχτούσε για να μάθει ό,τι παραπάνω γινόταν, θρηνώντας, όμως, κι όχι με τη λογική της κλειδαρότρυπας του σήμερα. Οι εφημερίδες ανέλαβαν το πρωί να φωτίσουν τα κενά.

Ομολογώ πως μου αρέσει να αναφέρομαι στο παρελθόν, γιατί διδάσκει πολλά. Δεν το αναπολώ, ούτε το νοσταλγώ. Ωστόσο, το θυμάμαι. Μερικές φορές όμορφα. Μερικές, όπως σε τέτοια γεγονότα, με ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη. Απλά τώρα που το σκέφτομαι συνειδητοποιώ πόσο πιο ανθρώπινη θα ήταν η κοινωνία, αν τον πόνο του διπλανού τον σεβόμασταν. Τον αφήναμε να κλάψει, να φωνάξει, να σπαράξει. Ή, ακόμα καλύτερα, αν αφήναμε να μας διαπεράσει ο ήχος της εκκωφαντικής σιωπής που αντιλαμβάνεται μονάχα μια πληγωμένη καρδιά. Τα ΜΜΕ, αν τηρούσαν αυτά τα απλά πράγματα, θα έκαναν τη μεγαλύτερη προσφορά στον τόπο. Στην κοινωνία. Και τον καλύτερο φόρο τιμής σε αυτές τις ψυχές που έφυγαν άδικα εκείνο το απόγευμα που σταμάτησε ο χρόνος πριν από τρεις δεκαετίες.